- άνοια
- Ελάττωση της νοημοσύνης που αυξάνεται σιγά-σιγά και δεν επανέρχεται. Οφείλεται σε σχετικές με το γήρας αγγειακές και νευρικές αλλοιώσεις του εγκεφάλου ή είναι αποτέλεσμα παθήσεών του, όπως συμβαίνει μερικές φορές κατά την πορεία της επιληψίας, του χρόνιου αλκοολισμού, ψυχικών νόσων κ.ά. Την απώλεια της νοητικής ικανότητας συγκαλύπτει συχνά στα αρχικά στάδια η διατήρηση όλων των κοινωνικών συνηθειών όπως η φροντίδα του εαυτού μας, η επιτήδευση του λόγου κλπ., που έχουν αποκτηθεί πριν από πολλά χρόνια· αντίθετα, παρατηρείται μείωση της κριτικής ικανότητας και της δυνατότητας αφαιρετικής σκέψης. Αυτό οφείλεται στο ότι τα άτομα που πάσχουν συμπεριφέρονται σαν παιδιά, αν και φαινομενικά η τυπική συμπεριφορά τους είναι ανεπίληπτη. Στις πιο προχωρημένες μορφές ά. παρατηρείται πλήρης εξαφάνιση της νοητικής ικανότητας και των ηθικών φραγμών έως το σημείο επιστροφής σε νηπιακά στάδια.
* * *η (Α ἄνοια) [νους]νεοελλ.καθολική και βαθιά ψυχική εξασθένηση που αργά αλλά προοδευτικά προσβάλλει ολόκληρη την προσωπικότητα του ατόμου και κυρίως τις διανοητικές του λειτουργίεςαρχ.ανοησία.
Dictionary of Greek. 2013.