άνοια

άνοια
Ελάττωση της νοημοσύνης που αυξάνεται σιγά-σιγά και δεν επανέρχεται. Οφείλεται σε σχετικές με το γήρας αγγειακές και νευρικές αλλοιώσεις του εγκεφάλου ή είναι αποτέλεσμα παθήσεών του, όπως συμβαίνει μερικές φορές κατά την πορεία της επιληψίας, του χρόνιου αλκοολισμού, ψυχικών νόσων κ.ά. Την απώλεια της νοητικής ικανότητας συγκαλύπτει συχνά στα αρχικά στάδια η διατήρηση όλων των κοινωνικών συνηθειών όπως η φροντίδα του εαυτού μας, η επιτήδευση του λόγου κλπ., που έχουν αποκτηθεί πριν από πολλά χρόνια· αντίθετα, παρατηρείται μείωση της κριτικής ικανότητας και της δυνατότητας αφαιρετικής σκέψης. Αυτό οφείλεται στο ότι τα άτομα που πάσχουν συμπεριφέρονται σαν παιδιά, αν και φαινομενικά η τυπική συμπεριφορά τους είναι ανεπίληπτη. Στις πιο προχωρημένες μορφές ά. παρατηρείται πλήρης εξαφάνιση της νοητικής ικανότητας και των ηθικών φραγμών έως το σημείο επιστροφής σε νηπιακά στάδια.
* * *
η (Α ἄνοια) [νους]
νεοελλ.
καθολική και βαθιά ψυχική εξασθένηση που αργά αλλά προοδευτικά προσβάλλει ολόκληρη την προσωπικότητα του ατόμου και κυρίως τις διανοητικές του λειτουργίες
αρχ.
ανοησία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀνοία — ἀνοίᾱ , ἄνοια the character of an fem nom/voc/acc dual ἀνοίᾱ , ἄνοια the character of an fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀνοίᾱ , ἄνοια the character of an fem nom/voc sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁνοία — ἀνοίᾱ , ἄνοια the character of an fem nom/voc/acc dual ἀνοίᾱ , ἄνοια the character of an fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀνοίᾱ , ἄνοια the character of an fem nom/voc sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοίᾳ — ἀνοίᾱͅ , ἄνοια the character of an fem dat sg (attic doric aeolic) ἀνοίᾱͅ , ἄνοια the character of an fem dat sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄνοια — the character of an fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνοια — η (ιατρ.), μερικό ή ολικό χάσιμο από ένα άτομο της διανοητικής, συναισθηματικής και βουλητικής ικανότητάς του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνοίας — ἀνοίᾱς , ἄνοια the character of an fem acc pl ἀνοίᾱς , ἄνοια the character of an fem gen sg (attic doric aeolic) ἀνοίᾱς , ἄνοια the character of an fem acc pl (attic epic) ἀνοίᾱς , ἄνοια the character of an fem gen sg (attic epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοίαι — ἀνοίᾱͅ , ἄνοια the character of an fem dat sg (attic doric aeolic) ἀνοίᾱͅ , ἄνοια the character of an fem dat sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄνοι' — ἄνοια , ἄνοια the character of an fem nom/voc sg ἄνοιαι , ἄνοια the character of an fem nom/voc pl ἄνοιο , ἄνω 1 accomplish pres opt mp 2nd sg ἄνοιο , ἀνίημι send up aor opt mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοίαις — ἄνοια the character of an fem dat pl ἄνοια the character of an fem dat pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοίαν — ἀνοίᾱν , ἄνοια the character of an fem acc sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”